Ο Ρομπέν των καμμένων δασών Robin de los bosques quemados Ορφέας Περίδης Orfeas Peridis
Γεννήθηκα μες τη σπηλιά του τσιμεντένιου δράκου
από το στόμα του ξερνάει τις φλόγες του θανάτου
στένεψε ο κόσμος , στένεψε, στένεψε το μυαλό μου
η πολιτεία πιο μικρή απ’το δωμάτιο μου
Σπίτι, τους φίλους , τη δουλειά, όλους θα τους αφήσω
δίχως βοήθεια καμιά, μόνος θα πολεμήσω.
θα πάρω κράνος διχτυωτό απ’ το Μοναστηράκι
θα βάλω πάνω ένα φτερό μαύρο από κοράκι
θα πάρω φτυάρι και κασμά και πετσετέ φουλάρι
θα πάρω δρόμους και βουνά πάνω σ’ένα μουλάρι.
Είμ’ο Ρομπέν των καμένων δασών
και των πολυκατοικιών(δις).
Γεννήθηκα μέσα στη γη μια ντάλα μεσημέρι
και σε πλατεία φύτρωσα, σ’έμα μικρό παρτέρι
στένεψε ο κόσμος στένεψε, στέρεψε η έμπνευσή μου
ο αέρας μου λιγότερος απ’την αναπνοή μου
Ειμ’ένα φαλακρό βουνό , γη καταπατημένη
μπουλντόζα ακυβέρνητη, από κλωστή δεμένη.
Είμαι εδώ , δεν είμαι εδώ ,δεν ξέρω , δεν κρατιέμαι
θηρίο είμαι ακέφαλο , θηρίο που καταριέμαι
φτάνει ως εδώ , βγάλτε για μένα ένα νόμο
βάλτε με να περνάω γέρους απ’το δρόμο.
Είμ’ο Ρομπέν των καμένων δασών
και των πολυκατοικιών(δις).
από το στόμα του ξερνάει τις φλόγες του θανάτου
στένεψε ο κόσμος , στένεψε, στένεψε το μυαλό μου
η πολιτεία πιο μικρή απ’το δωμάτιο μου
Σπίτι, τους φίλους , τη δουλειά, όλους θα τους αφήσω
δίχως βοήθεια καμιά, μόνος θα πολεμήσω.
θα πάρω κράνος διχτυωτό απ’ το Μοναστηράκι
θα βάλω πάνω ένα φτερό μαύρο από κοράκι
θα πάρω φτυάρι και κασμά και πετσετέ φουλάρι
θα πάρω δρόμους και βουνά πάνω σ’ένα μουλάρι.
Είμ’ο Ρομπέν των καμένων δασών
και των πολυκατοικιών(δις).
Γεννήθηκα μέσα στη γη μια ντάλα μεσημέρι
και σε πλατεία φύτρωσα, σ’έμα μικρό παρτέρι
στένεψε ο κόσμος στένεψε, στέρεψε η έμπνευσή μου
ο αέρας μου λιγότερος απ’την αναπνοή μου
Ειμ’ένα φαλακρό βουνό , γη καταπατημένη
μπουλντόζα ακυβέρνητη, από κλωστή δεμένη.
Είμαι εδώ , δεν είμαι εδώ ,δεν ξέρω , δεν κρατιέμαι
θηρίο είμαι ακέφαλο , θηρίο που καταριέμαι
φτάνει ως εδώ , βγάλτε για μένα ένα νόμο
βάλτε με να περνάω γέρους απ’το δρόμο.
Είμ’ο Ρομπέν των καμένων δασών
και των πολυκατοικιών(δις).
Nací en la cueva del dragón de cemento,
de su boca vomita las llamas de la muerte.
Se ha puesto difícil el mundo, se ha puesto difícil, se ha puesto difícil mi cabeza,
el Estado más pequeño de mi habitación.
Casa, amigos, trabajo, a todos los voy a dejar
sin ninguna ayuda, solo voy a luchar.
Voy a tomar un casco con red metálica de Monastiraki,
me pondré encima un ala negra de una doncella,
voy a tomar una pala, un pico y un pañuelo para el cuello,
voy a tomar las calles y las montañas sobre un mulo.
Soy el Robin de los bosques
y de los edificios quemados. (dos veces)
Nací en la tierra un caluroso mediodía
y broté en la plaza, en un pequeño parterre.
Se ha puesto difícil el mundo, se ha puesto difícil, se ha agotado mi inspiración.
Mi aire es menor que el de mi respiración.
Soy un monte pelado, tierra pisoteada,
excavadora sin dirección, pendiente de un hilo.
Estoy aquí, no estoy aquí, no lo sé, no me sostengo,
soy una fiera descerebrada, fiera que maldigo,
ya basta, sacad por mí una ley,
ponedme para superar a los ancianos de la calle.
Soy el Robin de los bosques
y de los edificios quemados. (dos veces)
(Publicación original: 8 mayo 2010)
No hay comentarios:
Publicar un comentario